αποστάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αποστάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποστάζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστάζομαι | αποσταζόμουν(α) | θα αποστάζομαι | να αποστάζομαι | ||
β' ενικ. | αποστάζεσαι | αποσταζόσουν(α) | θα αποστάζεσαι | να αποστάζεσαι | (αποστάζου) | |
γ' ενικ. | αποστάζεται | αποσταζόταν(ε) | θα αποστάζεται | να αποστάζεται | ||
α' πληθ. | αποσταζόμαστε | αποσταζόμαστε αποσταζόμασταν |
θα αποσταζόμαστε | να αποσταζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποστάζεστε | αποσταζόσαστε αποσταζόσασταν |
θα αποστάζεστε | να αποστάζεστε | (αποστάζεστε) | |
γ' πληθ. | αποστάζονται | αποστάζονταν αποσταζόντουσαν |
θα αποστάζονται | να αποστάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστάχτηκα | θα αποσταχτώ | να αποσταχτώ | αποσταχτεί | ||
β' ενικ. | αποστάχτηκες | θα αποσταχτείς | να αποσταχτείς | αποστάξου | ||
γ' ενικ. | αποστάχτηκε | θα αποσταχτεί | να αποσταχτεί | |||
α' πληθ. | αποσταχτήκαμε | θα αποσταχτούμε | να αποσταχτούμε | |||
β' πληθ. | αποσταχτήκατε | θα αποσταχτείτε | να αποσταχτείτε | αποσταχτείτε | ||
γ' πληθ. | αποστάχτηκαν αποσταχτήκαν(ε) |
θα αποσταχτούν(ε) | να αποσταχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποσταχτεί | είχα αποσταχτεί | θα έχω αποσταχτεί | να έχω αποσταχτεί | αποσταγμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποσταχτεί | είχες αποσταχτεί | θα έχεις αποσταχτεί | να έχεις αποσταχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποσταχτεί | είχε αποσταχτεί | θα έχει αποσταχτεί | να έχει αποσταχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσταχτεί | είχαμε αποσταχτεί | θα έχουμε αποσταχτεί | να έχουμε αποσταχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποσταχτεί | είχατε αποσταχτεί | θα έχετε αποσταχτεί | να έχετε αποσταχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσταχτεί | είχαν αποσταχτεί | θα έχουν αποσταχτεί | να έχουν αποσταχτεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποστάζομαι
|