αποστατείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.staˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐στα‐τείς
- τονικό παρώνυμο: αποστάτης
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αποστατείς