αποστεγνώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστεγνώνω < απο- + στεγνώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποστεγνώνω (παθητική φωνή: αποστεγνώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]