αποσφαλματωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποσφαλματωτής οι αποσφαλματωτές
      γενική του αποσφαλματωτή των αποσφαλματωτών
    αιτιατική τον αποσφαλματωτή τους αποσφαλματωτές
     κλητική αποσφαλματωτή αποσφαλματωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποσφαλματωτής < αποσφαλματώνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debugger)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποσφαλματωτής αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]