αποσύρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποσύρω < αρχαία ελληνική ἀποσύρω
Ρήμα
[επεξεργασία]αποσύρω, πρτ.: απέσυρα, στ.μέλλ.: θα αποσύρω, αόρ.: απέσυρα, παθ.φωνή: αποσύρομαι, μτχ.π.π.: αποσυρμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποσυρμένος
- αποσύρομαι
- αποσυρόμενος
- απόσυρση
- αποσυρτά
- αποσυρτός
- → δείτε τις λέξεις από και σύρω