απουσιολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απουσιολόγιο | τα | απουσιολόγια |
γενική | του | απουσιολόγιου & απουσιολογίου |
των | απουσιολόγιων & απουσιολογίων |
αιτιατική | το | απουσιολόγιο | τα | απουσιολόγια |
κλητική | απουσιολόγιο | απουσιολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απουσιολόγιο ουδέτερο
- έντυπο / τετράδιο που χρησιμοποιείται για την καταγραφή των μαθητών που απουσιάζουν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απουσιολόγιο
|