αποφορτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποφορτίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποφορτίζω < (ελληνιστική κοινήἀποφορτίζω (1.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική décharger)

Ρήμα[επεξεργασία]

αποφορτίζω (παθητική φωνή: αποφορτίζομαι)

  1. εξαντλώ τη φόρτιση, το ηλεκτρικό φορτίο
     συνώνυμα: εκφορτίζω
  2. (μεταφορικά) διώχνω ή ελαττώνω κάποια ένταση στις σχέσεις κάποιων

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]