αποχερσώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποχερσώνω < ελληνιστική κοινή ἀποχερσόω / ἀποχερσῶ < αρχαία ελληνική χέρσος

Ρήμα[επεξεργασία]

αποχερσώνω (παθητική φωνή: αποχερσώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]