απρόσκοπτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απρόσκοπτα < απρόσκοπτ(ος) + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈpɾo.sko.pta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πρό‐σκο‐πτα
Επίρρημα
[επεξεργασία]απρόσκοπτα
- με απρόσκοπτο τρόπο
- άλλες μορφές: απρόσκοφτα (δημοτική, λογοτεχνικό)
- ≈ συνώνυμα: ανεμπόδιστα, ελεύθερα, ανενόχλητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απρόσκοπτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]απρόσκοπτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (απρόσκοπτο) του απρόσκοπτος
Πηγές
[επεξεργασία]- απρόσκοπτα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απρόκοπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας