απόκριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόκριση | οι | αποκρίσεις |
γενική | της | απόκρισης* | των | αποκρίσεων |
αιτιατική | την | απόκριση | τις | αποκρίσεις |
κλητική | απόκριση | αποκρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απόκριση < αρχαία ελληνική ἀπόκρισις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απόκριση θηλυκό
- η απάντηση
- ο τρόπος με τον οποίο υπακούει μια συσκευή στις εντολές του χειριστή της