απόλυτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απόλυτο | τα | απόλυτα |
γενική | του | απόλυτου & απολύτου |
των | απόλυτων & απολύτων |
αιτιατική | το | απόλυτο | τα | απόλυτα |
κλητική | απόλυτο | απόλυτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απόλυτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απόλυτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απόλυτο ουδέτερο
- (λόγιο) η απολυτότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απόλυτο
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απόλυτο ουδέτερο