αργοχιόνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.ɣoˈço.ni.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γο‐χιό‐νι‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αργοχιόνισμα ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) χιονόπτωση που πραγματοποείται με αργό ρυθμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αργοχιόνισμα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- «αργοχιόνισμα» - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
- αργοχιόνισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)