αρκτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αρκτικά < αρκτικός + -ά < αρχαία ελληνική ἀρκτικός < ἄρκτος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αρκτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρκτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αρκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρκτικό