αρμενόπαπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.meˈno.pa.pas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐με‐νό‐πα‐πας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμενόπαπας αρσενικό
- (χριστιανισμός) ο Αρμένιος παπάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμενόπαπας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αρμενόπαπας - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας