αρμόζει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμόζει < γ’ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος αρμόζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αρμόζει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]