αρπαγόφυτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρπαγόφυτο < νεολατινική harpagophytum < αρχαία ελληνική ἅρπαξ (< ἁρπάζω) + φυτόν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρπαγόφυτο ουδέτερο
- (φυτό) βότανο που έχει αντιφλεγμονώδη και παυσίπονη δράση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρπαγόφυτο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)