αρρωστικόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρρωστικόν < μεσαιωνική ελληνική ἀρρώστια < αρχαία ελληνική ἀρρωστία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρρωστικόν ουδέτερο

  • (γαστρονομία) φαγώσιμο συνήθως σπάνιο, που ζητάει να φάει ο ασθενής ή που του προσφέρουν επισκέπτες

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • εσέν αρρωστεακά πα ίευαν εσε : σου άξιζαν και αρρωστικά εσένα