αρχιράφτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρχιράφτης αρσενικό (θηλυκό αρχιράφτρα)
- (επάγγελμα) ο επικεφαλής ράφτης, αυτός που προΐσταται των ραφτών και των μοδιστριών
- ≈ συνώνυμα: τερζίμπασης (τουρκικής προέλευσης, παρωχημένο)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- → δείτε και Ραπτάρχης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχιράφτης