αρχιτεκτονικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχιτεκτονικότητα < αρχιτεκτονικ(ός) + -ότητα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.te.kto.niˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐τε‐κτο‐νι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχιτεκτονικότητα θηλυκό
- η ποιότητα της οργανωμένης ή αρχιτεκτονικής κατασκευής
- ※ Είναι ένας εμβληματικός χώρος, μια ιστορία του Πειραιά και εμάς μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα να αναδείξουμε τα ιστορικά κτίρια σε ολόκληρη την Αττική όπου και εάν υπάρχουν, και να τα αναδείξουμε μέσα από την λειτουργικότητα τους, την χρηστικότητα τους αλλά και μέσα και από την αρχιτεκτονικότητα, όπου υπάρχει, για να παραμένει και να αναδεικνύεται.
- Στο τέλος του 2020 θα ξαναλειτουργήσει το ιστορικό κτίριο του Χατζηκυριάκειου Ιδρύματος, newsbeast.gr, 12 Νοεμβρίου 2019
- ※ Είναι ένας εμβληματικός χώρος, μια ιστορία του Πειραιά και εμάς μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα να αναδείξουμε τα ιστορικά κτίρια σε ολόκληρη την Αττική όπου και εάν υπάρχουν, και να τα αναδείξουμε μέσα από την λειτουργικότητα τους, την χρηστικότητα τους αλλά και μέσα και από την αρχιτεκτονικότητα, όπου υπάρχει, για να παραμένει και να αναδεικνύεται.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχιτεκτονικότητα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αρχιτεκτονικότητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)