ασίκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ασίκης | οι | ασίκηδες |
γενική | του | ασίκη | των | ασίκηδων |
αιτιατική | τον | ασίκη | τους | ασίκηδες |
κλητική | ασίκη | ασίκηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασίκης αρσενικό (θηλυκό ασίκισσα)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ασίκης, ασίκης και μπουλασίκης: απαξιωτικός χαρακτηρισμός για άτομο που φαινομενικά είναι ασίκης, αλλά στην πραγματικότητα είναι σκάρτος[2]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασίκης
→ δείτε τη λέξη λεβέντης |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ασίκης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 26.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)