αστιγματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστιγματισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αστιγματισμός αρσενικό
- (ιατρική): πάθηση της όρασης.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστιγματισμός