αστραποκαμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αστραποκαμένος
- που κάηκε από κεραυνό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστραποκαμένος
|
αστραποκαμένος
|