ασυνεννοησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυνεννοησία < ασυνεννόητος < α- στερητ. + συνεννοούμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασυνεννοησία θηλυκό
- έλλειψη συνεννόησης
- μία ασυνεννοησία ανάμεσα στο στρατηγό και τον βασιλιά οδήγησε σε μεγάλη ήττα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασυνεννοησία