αυγάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυγάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐγάζω < αὐγή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈvɣa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐γά‐ζω

αυγάζω, αόρ.: αύγασα, παθ.φωνή: αυγάζομαι, π.αόρ.: αυγάστηκα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη αυγή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]