αυτογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική autographie < αρχαία ελληνική αὐτός + γράφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτογραφία θηλυκό
- (τυπογραφία) τυπογραφική λιθογραφική μέθοδος τύπωσης σε λίθινη επιφάνεια ενός χειρόγραφου κειμένου ή σχεδίου
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)