αυτοδιακυβέρνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοδιακυβέρνηση | οι | αυτοδιακυβερνήσεις |
γενική | της | αυτοδιακυβέρνησης | των | αυτοδιακυβερνήσεων |
αιτιατική | την | αυτοδιακυβέρνηση | τις | αυτοδιακυβερνήσεις |
κλητική | αυτοδιακυβέρνηση | αυτοδιακυβερνήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοδιακυβέρνηση < αυτο- + διακυβέρνηση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοδιακυβέρνηση θηλυκό
- η διακυβέρνηση ενός κράτους με πολιτικούς από το ίδιο το κράτος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοδιακυβέρνηση
|