αυτολήθη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτολήθη θηλυκό
- βιωματική παύση
- το κώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτολήθη
|
αυτολήθη θηλυκό
|