αυτοπεποίθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοπεποίθηση | οι | αυτοπεποιθήσεις |
γενική | της | αυτοπεποίθησης* | των | αυτοπεποιθήσεων |
αιτιατική | την | αυτοπεποίθηση | τις | αυτοπεποιθήσεις |
κλητική | αυτοπεποίθηση | αυτοπεποιθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπεποιθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοπεποίθηση < αυτο- + πεποίθηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-confidence
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοπεποίθηση θηλυκό
- η πίστη κάποιου στον εαυτό του, ότι μπορεί να καταφέρει κάτι
- ↪ Ο Γιώργος έχει διαβάσει πολύ καλά για τις εξετάσεις, αλλά δυστυχώς του λείπει η αυτοπεποίθηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)