αφιερώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αφιερώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφιερόω < ἀπό (ἀφ-) + ἱερόω < ἱερός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική consacrer) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.fi.eˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φι‐ε‐ρώ‐να

αφιερώνω, αόρ.: αφιέρωσα, παθ.φωνή: αφιερώνομαι, π.αόρ.: αφιερώθηκα, μτχ.π.π.: αφιερωμένος

  1. προσφέρω κάτι στον Θεό
  2. προσφέρω τιμητικά κάτι σε κάποιον
  3. ασχολούμαι με κάτι ψυχή τε και σώματι, ολοκληρωτικά
  4. διαθέτω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]