αἰθριάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αἰθριάζω < αἰθρία και -jω
Ρήμα[επεξεργασία]
αἰθριάζω και αἰθριάω και αἰθρέω
- καθιστώ τον ουρανό αίθριο
αἰθριάζω και αἰθριάω και αἰθρέω