αἰκίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αἰκίζω < επίθετο αἰκής + -ίζω ή -ίζομαι (αἰκής < ἀϊκής < ἀεικής < ἀ- στερητικό και Fεικ- όπως στο ἔοικα και εἰκών)
Ρήμα[επεξεργασία]
αἰκίζω αττικός τύπος του ἀεικίζω
- βασανίζω, ταλαιπωρώ, βλάπτω, πλήττω, κακοποιώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 403 (401-403)
- ἀλλά μ᾽ ἁ Διός | ἀλκίμα θεὸς | ὀλέθριον αἰκίζει.
- Όταν του Δία η κόρη, | αδάμαστη θεά, | τόσο φριχτά με βασανίζει.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ἀλλά μ᾽ ἁ Διός | ἀλκίμα θεὸς | ὀλέθριον αἰκίζει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 403 (401-403)
- (στην παθητική φωνή) βασανίζομαι
- (αποθετικό ρήμα) (αἰκίζομαι): βλάπτω, βασανίζω, κακομεταχειρίζομαι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 195 (193-195)
- πάντ᾽ ἐκκάλυψον καὶ γέγων᾽ ἡμῖν λόγον, | ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ᾽ αἰτιάματι | οὕτως ἀτίμως καὶ πικρῶς αἰκίζεται·
- Όλα φανέρωσέ μας τα, και ιστόρησέ μας, | επάνω σε τί φταίξιμο σε βρήκε ο Δίας | κι έτσι άτιμα κι έτσι πικρά σε βασανίζει·
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- πάντ᾽ ἐκκάλυψον καὶ γέγων᾽ ἡμῖν λόγον, | ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ᾽ αἰτιάματι | οὕτως ἀτίμως καὶ πικρῶς αἰκίζεται·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 111
- μὴ δῆτα τὸν δύστηνον ὧδέ γ᾽ αἰκίσῃ.
- Έλεος, μη τον δύσμοιρο τόσο τον βασανίσεις.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- μὴ δῆτα τὸν δύστηνον ὧδέ γ᾽ αἰκίσῃ.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, 123
- οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν οὕτως αἰκίζεται τοὺς οἰκέτας ὡς ἐκεῖνοι τοὺς ἐλευθέρους κολάζουσιν.
- Κανένας από μας δεν τυραννάει το δούλο του με τόση απανθρωπιά, όπως εκείνοι εκεί πέρα βασανίζουν τους ελεύθερους.
- Μετάφραση (1967): Στέλλα Μπαζάκου - Μαραγκουδάκη, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν οὕτως αἰκίζεται τοὺς οἰκέτας ὡς ἐκεῖνοι τοὺς ἐλευθέρους κολάζουσιν.
- ≈ συνώνυμα: ἀτέμβω
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 195 (193-195)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ἀεικής
Πηγές[επεξεργασία]
- αἰκίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰκίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ίζω (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίζομαι (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἀ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αττική διάλεκτος
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ισοκράτη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)