αἰνίττομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αἰνίττομαι και αἰνίσσομαι
- αποθετικό με ενεργητική σημασία, μιλώ με υπνοούμενα, με αινίγματα, υπονοώ, υπαινίσσομαι
- ως παθητικό