αὐτοπώλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτοπώλης < αὐτο- + -πώλης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αὐτοπώλης αρσενικό

  1. (επάγγελμα) έμπορος που πουλάει μόνος τα προϊόντα του
  2. που εμπορεύεται ο ίδιος τις γνώσεις του, που τις εμπορευματοποιεί, τις πλασάρει
    ※  'τὸ δέ γε δεύτερον ἔμπορός τις περὶ τὰ τῆς ψυχῆς μαθήματα...ναί, καὶ τέταρτόν γε αὐτοπώλης περὶ τὰ μαθήματα ἡμῖν ἦν...καί μοι δοκεῖ τῇδέ πῃ, καθάπερ ἡ τῶν καπήλων τέχνη τῆς τῶν αὐτοπωλῶν διώρισται τέχνης
    λείπει η μετάφραση (Πλάτων Σοφ. για τους σοφιστές)

Πηγές[επεξεργασία]