αὐχέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐχέω < αὐχή ή αὔχη ( η καυχησιά -αλλά υπάρχει και η αντίστροφη θεωρία, ότι η αὐχή προήλθε από το αὐχέω)

αὐχέω - αὐχῶ (συνηρημένο)

  1. καυχιέμαι, αλαζονεύομαι, περηφανεύομαι
  2. δείχνω αυτοπεποίθηση


Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας αὐχέω
Παρατατικός ηὔχουν
Μέλλοντας αὐχήσω
Αόριστος ηὔχησα

Συγγενικά

[επεξεργασία]