βάσανον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βάσανον τὰ βάσανα
      γενική τοῦ βασάνου τῶν βασάνων
      δοτική τῷ βασάν τοῖς βασάνοις
    αιτιατική τὸ βάσανον τὰ βάσανα
     κλητική ! βάσανον βάσανα
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάσανον < ελληνιστική κοινή βάσαν(ος) (θηλυκό) + μεταπλασμός σε ουδέτερο -ον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βάσανο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάσανον ουδέτερο

  1. το βασανιστήριο
  2. η ταλαιπωρία, στενοχώρια

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]