βάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάτο | τα | βάτα |
γενική | του | βάτου | των | βάτων |
αιτιατική | το | βάτο | τα | βάτα |
κλητική | βάτο | βάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάτο < βάτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάτο ουδέτερο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]βάτο αρσενικό ή θηλυκό