βάψιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάψιμο | τα | βαψίματα |
γενική | του | βαψίματος | των | βαψιμάτων |
αιτιατική | το | βάψιμο | τα | βαψίματα |
κλητική | βάψιμο | βαψίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάψιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του βάφω
- το παραδοσιακό βάψιμο των αβγών τη Μεγάλη Πέμπτη
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βάφομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ βάψιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας