βήσαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βήσαλο | τα | βήσαλα |
γενική | του | βήσαλου & βησάλου |
των | βήσαλων & βησάλων |
αιτιατική | το | βήσαλο | τα | βήσαλα |
κλητική | βήσαλο | βήσαλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βήσαλο < ελληνιστική κοινή βήσαλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βήσαλο ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βήσαλο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Χαρά Παπαδάτου-Γιαννοπούλου, Λεξικό ιδιωματικών οικοδομικών όρων της Λευκάδας (Λευκάδα, 2014)