βήχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βήχω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική βήσσω

βήχω

  • εκπνέω απότομα και σπασμωδικά παράγοντας ταυτόχρονα τραχύ ήχο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]