βαθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθαίνω < λείπει η ετυμολογία

βαθαίνω

  1. κάνω κάτι πιο βαθύ
  2. γίνομαι πιο βαθύς

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]