βαθμολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαθμολόγιο | τα | βαθμολόγια |
γενική | του | βαθμολόγιου & βαθμολογίου |
των | βαθμολόγιων & βαθμολογίων |
αιτιατική | το | βαθμολόγιο | τα | βαθμολόγια |
κλητική | βαθμολόγιο | βαθμολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαθμολόγιο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαθμολόγιο