βαλβιδοστάσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαλβιδοστάσιο | τα | βαλβιδοστάσια |
γενική | του | βαλβιδοστάσιου & βαλβιδοστασίου |
των | βαλβιδοστάσιων & βαλβιδοστασίων |
αιτιατική | το | βαλβιδοστάσιο | τα | βαλβιδοστάσια |
κλητική | βαλβιδοστάσιο | βαλβιδοστάσια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαλβιδοστάσιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) κατασκευή ή σύστημα με βαλβίδες για τη ρύθμιση της ροής φυσικού αερίου (ή άλλων αερίων ή υγρών)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαλβιδοστάσιο
|