βαλκανοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαλκανοποιώ < (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (βαλκανιοποίηση) βαλκανο(ποίηση) + -ποιώ. Μορφολογικά αναλύεται σε Βαλκάν(ια) + -ο- + -ποιώ.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /val.ka.no.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαλ‐κα‐νο‐ποι‐ώ

Ρήμα[επεξεργασία]

βαλκανοποιώ, αόρ.: βαλκανοποίησα, παθ.φωνή: βαλκανοποιούμαι, π.αόρ.: βαλκανοποιήθηκα, μτχ.π.π.: βαλκανοποιημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]