βαρελάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βαρελάς, βαρέλας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρελάς οι βαρελάδες
      γενική του βαρελά των βαρελάδων
    αιτιατική τον βαρελά τους βαρελάδες
     κλητική βαρελά βαρελάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαρελάς < βαρέλ(ι) + -άς[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /va.ɾe.ˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐ρε‐λάς
ομόηχο: Βαρελάς
τονικό παρώνυμο: Βαρέλλας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαρελάς αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]