βαρυκαρδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαρυκαρδίζω < βαρυ- + καρδιά + -ίζω

βαρυκαρδίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]