βασανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βασανισμός < αρχαία ελληνική βασανισμός < βασανίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βασανισμός αρσενικό
- η ενέργεια του βασανίζω, το βασανιστήριο
- η Διεθνής Αμνηστία κατήγγειλε βασανισμούς κρατουμένων στις φυλακές αυτής της χώρας