βασιλέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /va.siˈle.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σι‐λέ‐α
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]βασιλέα αρσενικό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]βασιλέα αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]βᾰσῐλέᾱ αρσενικό