βατομουριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
άνθος της βατομουριάς


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βατομουριά οι βατομουριές
      γενική της βατομουριάς των βατομουριών
    αιτιατική τη βατομουριά τις βατομουριές
     κλητική βατομουριά βατομουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βατομουριά < βατόμουρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βατομουριά θηλυκό

  • (φυτό) φυλλοβόλος αγκαθωτός θάμνος (λατινικό όνομα Rubus ulmifolius) με οδοντωτά φύλλα και μικρά λευκά ή ρόδινα άνθη, που παράγει μικρούς κοκκινόμαυρους εδώδιμους καρπούς, τα βατόμουρα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]