βγάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βγάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βγάνω < μεσαιωνική ελληνική ἐβγάνω < *ἐβγάλνω < μεσαιωνική ελληνική ἐβγάλλω < *ἐγβάλλω < αρχαία ελληνική ἐκβάλλω → και δείτε τη λέξη βάνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvɣa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βγά‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
βγάνω
- (ιδιωματικό, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του βγάζω
Κρητικά (el-crt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βγάνω < → δείτε τη νεοελληνική βγάνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvɣa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βγά‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
βγάνω
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (κρητικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)