βελονιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βελονιστής < βελονισμός + -τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βελονιστής αρσενικό (θηλυκό: βελονίστρια)
- (νεολογισμός, επάγγελμα) που ασκεί τον βελονισμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις βελονισμός και βελόνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βελονιστής